αρνησίθρησκος

αρνησίθρησκος
apostat

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • αρνησίθρησκος — ο αυτός που αρνείται τη θρησκεία του, ο εξωμότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρνησις ( η) + θρήσκος (πρβλ. ανεξίθρησκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Βυζαντίου Σκαρλάτου] …   Dictionary of Greek

  • αρνησίθρησκος — η, ο αυτός που απαρνιέται τη θρησκεία του, αποστάτης, εξωμότης: Στην τουρκοκρατία μερικοί χριστιανοί γίνονταν αρνησίθρησκοι για να σώσουν τη ζωή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… …   Dictionary of Greek

  • άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… …   Dictionary of Greek

  • αντίχριστος — Σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, είναι η προσωποποίηση εκείνου ο οποίος φρονεί και πράττει αντίθετα προς τον Χριστό. Τον όρο αυτό συναντούμε στις επιστολές του Ευαγγελιστή Ιωάννη (Α΄ Ιω. β΄18, δ΄3, Β΄ Ιω. 7). Ονομάζει Α. εκείνον που αρνείται τον… …   Dictionary of Greek

  • αποστάτης — Το άτομο που συμμετέχει στην αποστασία. Αυτός που αποχωρεί από μια ομάδα με κοινούς στόχους. Οι λέξεις αποστασία και α. χρησιμοποιήθηκαν τον Ιούλιο του 1965 για να χαρακτηρίσουν τη σταδιακή αποχώρηση ομάδων βουλευτών της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ) και… …   Dictionary of Greek

  • αρνησιθρησκία — η το να αρνείται κάποιος τη θρησκεία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρνησίθρησκος (πρβλ. ανεξιθρησκία). Η λ. μαρτυρείται στον Κωνσταντίνο Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • εξωμότης — ο αυτός που αρνείται την πίστη του, αρνησίθρησκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι παράγωγο τού ρ. εξόμνυμι «αρνούμαι κάτι με όρκο», με την εκτεταμένη βαθμίδα ωμ τού ρ. όμνυμι* λόγω τής συνθέσεως μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • μαγαρίτης — ο (Μ μαγαρίτης) 1. αυτός που απαρνείται τον χριστιανισμό και ασπάζεται τον ισλαμισμό, αρνησίθρησκος, εξωμότης 2. (σκωπτικά και υβριστικά) μακαρίτης μσν. μιαρός, μολυσμένος, μαγαρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαρίζω + κατάλ. ίτης ή, κατ άλλη άποψη, από …   Dictionary of Greek

  • μουρτάτης — ο 1. αρνησίθρησκος 2. αλλόθρησκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. murtad < αμάρτ. ελλ. *μουρτάδες < μσν. λατ. mordum, λ. γερμ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • εξωμότης — ο θηλ. τισσα αυτός που απαρνήθηκε την πίστη του αρνησίθρησκος, μουρτάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”